- πονηρεύει
- πονηρεύομαιto be in a bad statepres ind mp 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πονηρεύω — πονήρεψα, πονηρεύτηκα, πονηρεμένος 1. μτβ., κάνω κάποιον πονηρό, τον βάζω σε υποψία: Μην το πονηρεύετε το παιδί σε θέματα ερωτικά απ αυτήν την ηλικία. 2. αμτβ., γίνομαι πονηρός: Όσο μεγαλώνει, πονηρεύει περισσότερο. 3. το μέσ., πονηρεύομαι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)